- σταυρίδι
- το ставрида
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταυρίδι — το, Ν βλ. σαυρίδι … Dictionary of Greek
σαυρίδι — Λέγεται και σαφρίδι. Ψάρι της οικογένειας των Καρανγκιδών, της υπόταξης των περκοειδών της τάξης των περκόμορφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι τράχουρος ο γνήσιος. Το μήκος του σ. φτάνει τα 25 40 εκ. Μοιάζει με το σκουμπρί, αλλά δεν έχει,… … Dictionary of Greek
γαστερόστεος — (gasterosteus). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των γαστεροστεϊδών, της τάξης των σκληροπαρείων. Το μήκος του δεν υπερβαίνει τα 6 εκ. και στο κάτω σαγόνι του, που προεξέχει ελαφρά από το άνω, υπάρχουν μικρότατα δόντια. Στο μέσο της ράχης του… … Dictionary of Greek
stavridă — stavrídă ( de), s.f. – Peşte de mare (Trachurus trachurus). ngr. σταυρίδι, de la σταυρός cruce (Candrea). La aceeaşi familie aparţin stavrofor, s.m. (titlu onorific al clericilor ortodocşi), din gr. σταυροφόρος; stavrofilax, s.m. (titlu onorific) … Dicționar Român